προσφωνώ

προσφωνώ
προσφώνησα, προσφωνήθηκα, χαιρετίζω, απευθύνω προσφώνηση δημόσια: Τους συνέδρους προσφώνησε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσφωνώ — προσφωνώ, προσφώνησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: προσφωνώ : σπάνια η παθητική φωνή (προσφωνούμαι, βλ. πίν. 74 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσφωνώ — προσφωνῶ, έω, ΝΜΑ απευθύνω σε κάποιον χαιρετιστήριο λόγο, κάνω προσφώνηση, προσαγορεύω (α. «τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας προσφώνησε ο δήμαρχος» β. «πολλῆς δὲ σιγῆς γενομένης προσεφώνησε... λέγων», ΚΔ) αρχ. 1. καλώ κάποιον με το όνομά του… …   Dictionary of Greek

  • προσφωνῶ — προσφωνέω call pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσφωνέω call pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσφωνέω call pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσφωνέω call pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγιολεκτώ — ἁγιολεκτῶ ( έω) (Μ) [ἀγιόλεκτος] καλώ, προσφωνώ «άγιο» κάποιον εκκλησιαστικό ή μοναχό …   Dictionary of Greek

  • αυδώ — αὐδῶ ( άω) (Α) [αυδή] 1. προσφέρω φθόγγους, αρθρώνω, μιλώ 2. φωνάζω, κραυγάζω 3. (για χρησμούς) προφητεύω, χρησμοδοτώ 4. λέγω κάτι σε κάποιον, απευθύνομαι, προσφωνώ 5. επικαλούμαι (θεό) 6. προτρέπω, διατάσσω 7. αποκαλώ, ονομάζω 8. εγκωμιάζω 9.… …   Dictionary of Greek

  • εμφωνώ — ἐμφωνῶ ( έω) (Α) 1. φωνάζω κάποιον, προσφωνώ 2. μέσ. ἐμφωνοῡμαι εκφράζομαι, διατυπώνομαι με όρους …   Dictionary of Greek

  • επαύω — ἐπαύω (Α) προσφωνώ, φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αύω «καλώ δυνατά»] …   Dictionary of Greek

  • επευάζω — ἐπευάζω (Α) 1. προσφωνώ 2. επιχαίρω …   Dictionary of Greek

  • επιφωνώ — (AM ἐπιφωνῶ, έω) φωνάζω, αναφωνώ («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ) μσν. 1. δηλώνω πανηγυρικά, φανερώνω 2. προσφωνώ 3. διατάζω 4. μέσ. ἐπιφωνοῡμαι α) συμβουλεύω, προτρέπω β) παραγγέλνω, διατάζω γ) γνωστοποιώ αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • κέλλω — και ὀκέλλω (Α) 1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός 2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά 3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω 4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω 5. κινώ 6. τρέχω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”